- πλανίζω
- πλάνισα, πλανίστηκα, πλανισμένος, ισιώνω ξύλο με την πλάνη, ροκανίζω: Όλα τα ξύλα των επίπλων πλανίζονται πρώτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πλανίζω — πλανίζω, πλάνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πλανίζω — Ν [πλάνη (II)] λειαίνω ξύλινη κυρίως επιφάνεια με την πλάνη, ροκανίζω … Dictionary of Greek
πλάνισμα — και πλάνιασμα, το, Ν [πλανίζω] τεχνολ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλανίζω, η κατεργασία μεταλλικών ή ξύλινων επιφανειών με την πλάνη … Dictionary of Greek
απλάνιστος — κ. απλανιάριστος, η, ο [πλανίζω] 1. αυτός που δεν πέρασε από πλάνη ξυλουργού, αροκάνιστος 2. ασυμμόρφωτος 3. αγροίκος … Dictionary of Greek
γλαφυρός — ή, ό (AM γλαφυρός, ά, όν) (για το ύφος) κομψός, χαριτωμένος στην έκφραση αρχ. 1. ο κοίλος (α. «ἐν νηυσὶ γλαφυρῆσι», Όμ. β. «τὰ γλαφυρὰ τῆς γῆς») 2. (για πράγματα) στιλπνός, λείος 3. νόστιμος, γευστικός 4. (για πρόσωπα και πράγματα) ακριβής… … Dictionary of Greek
πλανίδι — και πλαναδούρι, το, Ν [πλανίζω] λεπτός φλοιός ξύλου που απομένει μετά το πλάνισμα, αλλ. ροκανίδι … Dictionary of Greek
πλανιάρω — Ν [πλάνη (II)] πλανίζω … Dictionary of Greek
πλανιστήριο — το, Ν τεχνολ. διάταξη κατάλληλη για την τελική κατεργασία υλοτομικής ξυλείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλανίζω + επίθημα τήριο (πρβλ. πριονισ τήριο). Η λ., στον λόγιο τ. πλανιστήριον, μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
ρυκανώ — άω, Μ [ρυκάνη] ροκανίζω, πλανίζω … Dictionary of Greek